- προσαιτητικός
- προσαιτ-ητικός, ή, όν,A importunate, Vett. Val.2.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαιτητικός — ή, όν, Α [προσαιτῶ] πολύ απαιτητικός, ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
προσαιτητικούς — προσαιτητικός importunate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)